- Δύο Σικελιών, Βασίλειο
- Βλ. λ. Ανδηγαυία· Νάπολη· Σικελία· Ιταλία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Νάπολη — (Napoli). Πόλη (993.386 κάτ. το 2001) της νότιας Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας και της Καμπανίας. Είναι η τρίτη σε μέγεθος πόλη της χώρας μετά τη Ρώμη και το Μιλάνο, η Ν. αποτελεί τη μεγαλύτερη πόλη του Νότου. Η θέση της είναι… … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Χωραφάς — Επώνυμο κεφαλονίτικης οικογένειας στρατιωτικών, λογίων και επιστημόνων, η οποία κατάγεται, σύμφωνα με την επικρατέστερη παράδοση, από τους Caraffa τηςΝάπολης. Γενάρχης της θεωρείται ο Μάξιμος X., από τον οποίο προήλθαν δύο κλάδοι, ένας του… … Dictionary of Greek
Κάρολος — I (Charles). Όνομα επτά αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Κ. Α’. Βλ. λ. Καρλομάγνος. 2. Κ. Β’, ο Φαλακρός (Φρανκφούρτη 823 – Μπριντ λε Μπεν, Σαβοΐα 877). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (875 877). Ήταν υστερότοκος… … Dictionary of Greek
Ισαβέλλα — I (Isabella). Όνομα βασιλισσών της Ισπανίας. 1. Ι. η Καθολική (Μαντριγκάλ ντε Λας Άτλας Τόρες 1451 – Μεντίνα ντελ Κάμπο 1504). Βασίλισσα της Καστίλης (1474 1504). Κόρη του βασιλιά Ιωάννη B’ της Καστίλης και της δεύτερης συζύγου του, Ισαβέλλας της … Dictionary of Greek
Μανουήλ — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο ιερομάρτυρας (9ος αι.). Μητροπολίτης Αδριανούπολης επί Λέοντα E’ του Αρμενίου (813 828). Αιχμαλωτίστηκε από τους Βουλγάρους μαζί με άλλους επίσκοπους και λαϊκούς και είχε μαρτυρικό θάνατο (815). Η … Dictionary of Greek
Πάλμερστον, Χένρι Τζον Τεμπλ, υποκόμης του- — (Henry John Temple, viscount of Palmerston, Mπρόουντλαντς 1784 – Mπρόκετ Xολ 1865). Άγγλος πολιτικός. Μαζί με τον Ρόμπερτ Πιλ, τον Μπέντζαμιν Ντισραέλι και τον Ουίλιαμ Γλάδστον, ήταν ένας από τους μεγάλους πολιτικούς που κυριάρχησαν στην αγγλική… … Dictionary of Greek
Καβούρ, Καμίλο Μπένσο, κόμης ντε- — (Camillo Bensoconte di Cavour, Τορίνο 1810 – Ρώμη 1861). Ιταλός πολιτικός, πρωτεργάτης της ιταλικής ενοποίησης. Ο Κ. καταγόταν από αρχοντική και πλούσια οικογένεια του Πεδεμοντίου (Πιεμόντε). Eγκατέλειψε τη στρατιωτική σταδιοδρομία (1831) και… … Dictionary of Greek
Σικελία — (Sicilia). Νησί της Ιταλίας, το μεγαλύτερο (25 708 τ. χλμ.) της Μεσογείου, το οποίο χωρίζεται από την ηπειρωτική Ιταλία με το στενό (3 χλμ.) της Μεσσήνης. Έχει πληθυσμό 5 196 724 κατ., πρωτεύουσα το Παλέρμο και διοικητικά αποτελεί, μαζί με τα… … Dictionary of Greek